- λείβω
- λείβω (Α)1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.)2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.)3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» — έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.)4. (για διάφορα υγρά) στάζω5. παθ. λείβομαια) (για ήχο) διαχέομαιβ) φθείρομαι, φθίνω, τήκομαι, λειώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείβω μαρτυρείται εκ παραλλήλου με τον τ. λίψ και είναι αβέβαιο ποιος είναι ο αρχικός τ. Το λίψ εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τού λείβω (πρβλ. νείφει: νίφα), ενώ το λοιβή την ετεροιωμένη. Το ρ. λείβω συνδέεται με λατ. libo «εκχέω, σπένδω» και με λ. τής βαλτοσλαβικής οικογένειας που δεν εμφανίζουν ληκτικό -b- (πρβλ. αρχ. σλαβ. lějo, liti, λιθουαν. lieju, lieti, όλοι οι τ. με σημ. «χύνω, εκχέω»). Η αρχική σημ. τής λ. (και γενικά τής λεξιλογικής ομάδας) ήταν «χύνω κάτι σταγόνα σταγόνα». Στους πεζογράφους η λ. χρησιμοποιήθηκε με θρησκευτική σημ. «κάνω σπονδές, χοές» και αντικατέστησε το ρ. σπένδω.ΠΑΡ. αρχ. λείβδην, λοιβήαρχ.-μσν.λείβηθρον.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απολείβω, επιλείβω, επιλλείβω, καταλείβω, συλλείβω, υπολείβω].
Dictionary of Greek. 2013.